Αριθμός Μ.Η.Τ. 232067
Η ιστοσελίδα www.trikalaerevna.gr σύμφωνα με την απόφαση Ε/5083/25-11-2024 της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης / Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης / Τμήμα Μητρώου και Διαφάνειας έλαβε την πιστοποίηση εγγραφής στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Ηλεκτρονικού Τύπου (Μ.Η.Τ.) στον Νομό Τρικάλων σύμφωνα με το Ν.5005/2022. O κατάλογος των πιστοποιημένων επιχειρήσεων ηλεκτρονικού τύπου αναρτάται στην ιστοσελίδα της Γ.Γ.Ε.Ε.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 04.02.2023
Γράφει ο/η
Γράφει ο/η newsroom
Tη μελέτη, με τίτλο: «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), τα ευρήματα της οποίας παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια εκδήλωσης, που πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Εικ. Τεχνών & Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Η μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από την καθηγήτρια του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, κ. Γεωργία Καπλάνογλου, εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους και αξιοποιώντας βάσεις μικροδεδομένων από έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ και δεδομένα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το εισόδημα και τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνδυαστικά, οι δύο αυτές κατηγορίες φόρων αποφέρουν πλέον πάνω από το 75% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτους.
Η μελέτη επιχείρησε ακριβώς να διαφωτίσει πλευρές της κατανομής του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε, το ζήτημα είναι κρίσιμο ειδικά τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία η χώρα μας βίωσε μια βαθιά οικονομική κρίση, με τη φορολογική επιβάρυνση να αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών συμβάδισαν με μειώσεις των εισοδημάτων.
Αυξήθηκε υπέρμετρα
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, «κατά τη διάρκεια της περιόδου, που εξετάστηκε και στο πλαίσιο των τριών μνημονίων λιτότητας, υιοθετήθηκε μεγάλο πλήθος φορολογικών μεταβολών, με τις οποίες αναπροσαρμόστηκαν ανοδικά οι σχετικοί φορολογικοί συντελεστές και αυξήθηκε, σε πολλές περιπτώσεις υπέρμετρα, το φορολογικό βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά.
Στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, οι εκτεταμένες και αλλεπάλληλες αυξήσεις των σχετικών συντελεστών τόσο του ΦΠΑ όσο και των ειδικών φόρων κατανάλωσης εκτόξευσαν τη φορολογική επιβάρυνση από 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, το 2008, σε 15,7%, το 2019. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι αυξήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2014, στο πλαίσιο των δύο πρώτων μνημονίων. Την περίοδο 2014-2019, οι φορολογικοί συντελεστές εξακολούθησαν να μεταβάλλονται, αλλά κατά πολύ μικρότερο βαθμό και όχι προς ενιαία κατεύθυνση. Συνολικά, από το 2008 έως το 2019, η αντίστροφη προοδευτικότητα των έμμεσων φόρων ενισχύθηκε, λιγότερο, όμως, από όσο θα αναμέναμε.
Δραματική συρρίκνωση
Η δραματική συρρίκνωση των οικογενειακών προϋπολογισμών και η συνακόλουθη αναδιάρθρωση των οικογενειακών δαπανών εξηγούν αυτήν την εξέλιξη.
Από τη μια πλευρά, μεγάλα μερίδια των δαπανών αυτών απορροφώνται πλέον από δαπάνες σε απολύτως αναγκαία αγαθά και υπηρεσίες, όπως τα τρόφιμα και η στέγαση, των οποίων οι φόροι είναι καθαρά αντίστροφα προοδευτικοί. Παράλληλα, η συμβολή στα διανεμητικά χαρακτηριστικά της έμμεσης φορολογίας ορισμένων προοδευτικών φόρων μειώθηκε, επειδή η οικονομική κρίση προκάλεσε μεγάλη μείωση στην κατανάλωση των αγαθών, στα οποία οι φόροι αυτοί επιβάλλονται. Τέτοια είναι η περίπτωση των φόρων στην ένδυση και την υπόδηση, όπως και στα αγαθά οικιακής χρήσης (διαρκή ή μη).
Από την άλλη πλευρά, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα φτωχά νοικοκυριά μείωσαν αισθητά τις δαπάνες τους και για απαραίτητα αγαθά, όπως τα φάρμακα ή το πετρέλαιο θέρμανσης, αφήνοντας βασικές ανάγκες τους ακάλυπτες. Με δεδομένο ότι οι φόροι στα συγκεκριμένα αγαθά ήταν, πριν από την κρίση, οι πιο έντονα αντίστροφα προοδευτικοί φόροι, γίνεται αντιληπτό ότι η έμμεση φορολογία εμφανίζεται μέσα στην κρίση λιγότερο αντίστροφα προοδευτική, εν μέρει επειδή πολλά φτωχά νοικοκυριά στερούνται βασικών αγαθών και, επομένως, δεν πληρώνουν τους αντίστοιχους φόρους».
Μεσαία τάξη
Παράλληλα, στη μελέτη επισημαίνεται ότι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της μελέτης, «ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Αυτή η αλλαγή τάσης δεν αρκεί, για να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο της περιόδου 2008-2019.
Οι τιμές στα τρόφιμα και την ενέργεια
Για πρώτη φορά, τον μήνα Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια.
Η προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων, αποκτά επομένως υψηλή προτεραιότητα. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη τεθεί με έμφαση στον δημόσιο διάλογο από τη ΓΣΕΕ, η οποία έχει επισημάνει την επίπτωση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των μισθών».
Κλιμακούμενη διαφοροποίηση εις βάρος των φτωχότερων
Σύμφωνα με τη μελέτη, «τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους. Τον Ιούνιο, για παράδειγμα, όταν καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός μέσα στο 2022, το φτωχότερο 10% των νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις συνολικές του δαπάνες κατά 15,5%, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών είναι μόλις 6,4%.
Επιπρόσθετα, τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν μικρότερη ευχέρεια να μειώσουν άλλες κατηγορίες δαπανών, καθώς οι ανελαστικές δαπάνες (σε τρόφιμα, ενέργεια και υγεία) καλύπτουν πάνω από τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών τους.