Αριθμός Μ.Η.Τ. 232067
Η ιστοσελίδα www.trikalaerevna.gr σύμφωνα με την απόφαση Ε/5083/25-11-2024 της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης / Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης / Τμήμα Μητρώου και Διαφάνειας έλαβε την πιστοποίηση εγγραφής στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Ηλεκτρονικού Τύπου (Μ.Η.Τ.) στον Νομό Τρικάλων σύμφωνα με το Ν.5005/2022. O κατάλογος των πιστοποιημένων επιχειρήσεων ηλεκτρονικού τύπου αναρτάται στην ιστοσελίδα της Γ.Γ.Ε.Ε.
ΤΟΠΙΚΑ 10.10.2024
Γράφει ο/η
Γράφει ο/η newsroom
Νέο και πιο ηχηρό καμπανάκι για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδα κτυπάνε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία δείχνουν ότι οι γεννήσεις μειώθηκαν σημαντικά και πέρυσι, σε νέο χαμηλό επίπεδο-ρεκόρ. Δυστυχώς, η Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων είναι μεταξύ των περιοχών της χώρας με ακόμη πιο έντονο δημογραφικό πρόβλημα αφού το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων είναι χειρότερο από το γενικό, εθνικό μέσο όρο.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2023 ανήλθαν σε 71.455 καταγράφοντας μείωση κατά 6,1% σε σχέση με το 2022. Οι θάνατοι ανήλθαν σε 128.101 καταγράφοντας μείωση κατά 9% σε σχέση με το 2022 που ήταν 140.801.
Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία τόσο για τη Θεσσαλία όσο και για την ΠΕ Τρικάλων. Αναλυτικότερα με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 οι γεννήσεις στην Π.Ε. Τρικάλων ανέρχονται σε 737. Αντίστοιχα ο αριθμός των θανάτων ατόμων που κατοικούσαν μόνιμα στην Π.Ε. Τρικάλων ανήλθε σε 1.938. Η ακριβής αναλογία γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους είναι 1:2,62. Τα στοιχεία για τους άλλους νομούς της Θεσσαλίας έχουν ως εξής:
Στη Μαγνησία το 2023 καταγράφηκαν 1255 γεννήσεις και 2496 θάνατοι, στον νομό Λάρισας 1850 γεννήσεις και 3329 θάνατοι και στον νομό Καρδίτσας 618 γεννήσεις και 1714 θάνατοι.
Συνολικά με βάση τα παραπάνω στοιχεία στην Θεσσαλία του 2023 γεννήθηκαν 4460 άτομα και πέθαναν 9.477 και η αναλογία γεννήσεων προς θανάτους είναι 1:2,12 .
ίναι γεγονός ότι η δημογραφική οπισθοχώρηση είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τις περισσότερες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, της οποίας οι δημογραφικοί δείκτες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα όχι μόνο δεν έχει συνειδητοποιηθεί ουσιαστικά η σοβαρότητά του, αλλά αντίθετα έχουν ευνοηθεί τάσεις που επιδείνωσαν ιδιαίτερα τους δημογραφικούς παράγοντες της χώρας.
Γιατί θα πρέπει να επισημανθεί ότι την δημογραφική εξέλιξη μιας χώρας επηρεάζουν όχι μόνο οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αλλά και οι αποφάσεις μιας περιόδου, που αναφέρονται στα δημογραφικά πράγματα, επηρεάζουν τα δημογραφικά μεγέθη σε επόμενες περιόδους.
Για παράδειγμα, η διευκόλυνση της αθρόας εξωτερικής μετανάστευσης των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών 1.044.753 μονίμων και άλλων 1.075.007 προσωρινών μεταναστών προς τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ στην περίοδο 1961-1977, εκτός των άλλων συνεπειών, αφαίρεσε από την Ελλάδα νεανικό αναπαραγωγικό πληθυσμό με αποτέλεσμα την τεράστια μείωση του αριθμού των γεννήσεων (Ρόντος, 2021:274).
Γιατί θα πρέπει να τονιστεί ότι η μείωση του αριθμού των γεννήσεων οφείλεται είτε στην έλλειψη των φυσικών φορέων αναπαραγωγής είτε στην μείωση των παιδιών που αντιστοιχούν σε κάθε ζευγάρι, ή με δημογραφικούς όρους στον αριθμό παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας.
Ας αναλογιστούμε ότι 2 παιδιά από ένα ζευγάρι είναι ποσοτικά το ίδιο με 1 παιδί από 2 ζευγάρια. Και εδώ είναι μια λύση πιο άμεση και πιο αποτελεσματική από την αύξηση της γονιμότητας για την αντιμετώπιση του περιορισμένου αριθμού γεννήσεων.
Είναι η συγκράτηση της μετακίνησης νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό, που σήμερα αφορά, εκτός των άλλων, και υψηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό και η ενίσχυση της αρχικής συγκρότησης οικογένειας, ώστε να αυξάνεται η αναπαραγωγική βάση της χώρας.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πολιτική που θα πρέπει να εφαρμοστεί θα πρέπει να είναι ισχυρή, συνεχής και μακροχρόνια για την υποστήριξη της οικογένειας και των παιδιών όχι μόνο κατά την γέννηση αλλά μέχρι την ενηλικίωσή τους.
Σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής δημογραφικής πολιτικής είναι η αποσπασματικότητα και η εγκατάλειψη όποιων μέτρων λήφθηκαν αρχικά κατά τη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων δημοσιονομικών κρίσεων που βίωσε η Χώρα (Ρόντος, 2021).
Οι χώρες που πέτυχαν την αύξηση του δείκτη γονιμότητας (αριθμός παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας) στο όριο της αναπαραγωγής του πληθυσμού τους (2,1), εφάρμοσαν ισχυρή και μακροχρόνια δημογραφική πολιτική αναγνωρίζοντας ουσιαστικά το μέγεθος του προβλήματος.
Παράδειγμα τέτοιων χωρών στην Ευρώπη αποτελούν η Γαλλία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ολλανδία, οι οποίες πριν την οικονομική κρίση (μέχρι το 2012) είχαν δείκτη 1,72-2,00, ενώ σήμερα (2022) υποχώρησαν μόλις στο 1,50-1,80 (EUROSTAT, 2024).
Όσο αφορά την Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρόσφατες εκλογές τα πολιτικά κόμματα, σχεδόν στο σύνολό τους, δεν παρουσίασαν συγκροτημένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το δημογραφικό. Υπήρξαν αποσπασματικές, και μέσα σε άλλες θεματικές ενότητες, αναφορές σε μέτρα τόνωσης της οικογένειας χωρίς επιστημονική εκτίμηση για την αναμενόμενη επίδραση αυτών στην άμβλυνση του προβλήματος.